- επικοινώ
- ἐπικοινῶ, -όω (Α) [επίκοινος]1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, -όομαιανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.)3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους ἐπικοινουμένους», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.